τυραμίνη

τυραμίνη
η, Ν
(βιοχ.-φαρμ.) φαινολική αμίνη που απαντά σε ορισμένα φυτά ή παράγεται από όργανα τών ζώων ή απαντά σε ορισμένους μύκητες, έχει την ιδιότητα να προκαλεί αύξηση τής αρτηριακής πίεσης και χρησιμοποιείται ως αδρενεργικό φάρμακο, αλλ. τυροζαμίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. tyramine ή tyrosamine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τυροζαμίνη — η, Ν (βιοχ. φαρμ.) βλ. τυραμίνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”